- χρημάτιο
- το, Ν [χρήμα, χρήματος]1. ρωμ. δίκ. περιουσία την οποία ένας ανήλικος μπορούσε να διαθέσει κατά κυριότητα ή τής οποίας είχε την επικαρπία2. φρ. α) «πατρικό χρημάτιο»ρωμ. δίκ. περιουσία που δόθηκε για διαχείριση από πατέρα σε ανήλικοβ) «στρατιωτικό χρημάτιο»ρωμ. δίκ. ό,τι αποκτούσε ο υπεξούσιος από τη στρατιωτική του υπηρεσίαγ) «απροσπόριστο χρημάτιο»ρωμ. δίκ. καθετί που αποκτούσε ο ανήλικος, πέρα από την πατρική περιουσία, ιδίως με τη δική του εργασία.
Dictionary of Greek. 2013.